- ασυνείδητος
- -η, -ο (AM ἀσυνείδητος, -ον)το ουδ. ως ουσ. ασυνείδητο, το (AM ἀσυνείδητον)η έλλειψη συναίσθησης των πράξεων, το να μην ξέρει κανείς τι κάνεινεοελλ.1. αυτός που δεν έχει ηθική συνείδηση, αυτός που παραβαίνει ή περιφρονεί τις ηθικές αξίες, πωρωμένος2. (για πράξεις) ανήθικος, άδικος, κακοήθης3. (για ψυχικά φαινόμενα) ο μη συνειδητός, αυτός που βρίσκεται στην περιοχή του ασυνείδητου4. φυσιολ. «ασυνείδητα οργανικά φαινόμενα» — κινήσεις και εκκρίσεις του πεπτικού συστήματος, αναπνοή, νεφρικές εκκρίσεις κ.λπ., φαινόμενα που ελέγχονται από το αυτόνομο νευρικό σύστημα5. το ουδ. ως ουσ. βλ. λ. ασυνείδητο, τοαρχ.-μσν.1. αυτός που δεν έχει συνείδηση ή επίγνωση για κάτι2. αχάριστος, αγνώμων3. το ουδ. ως ουσ. η αναισθησία, η σκληρότητα.
Dictionary of Greek. 2013.